Σάββατο 26 Απριλίου 2008

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΖΑΓΚΛΗΣ



Ο μικρός οικογενειακός ξενώνας με τα μεγάλα φωτεινά δωμάτια που δημιουργήθηκε με το μεράκι δυο νέων ανθρώπων και έδωσε ζωή στο πανέμορφο χωριό των Καλαριτών ξεχωρίζει για τη φιλοξενία του, τη μαγειρική του και τις ευκαιρίες που προσφέρει στους επισκέπτες του. Κανείς δεν ξέρει τι ήταν αυτό που τράβηξε έναν προγραμματιστή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, με σταθερή δουλειά στην Αθήνα, σε ένα χωριό έρημο, κρυμμένο μέσα στα βουνά. Ίσως το γεγονός ότι ο πατέρας του είχε το μοναδικό παντοπωλείο του χωριού και, όταν αυτός πέθανε, το χωριό έμεινε χωρίς την ασφάλεια, αλλά και τη θαλπωρή ενός μαγαζιού που ήταν το μοναδικό στέκι για τους ελάχιστους κατοίκους του. Ίσως να ήταν και άλλοι, αποκλειστικά δικοί του λόγοι. Ό,τι και να ήταν πάντως, ο Ναπολέων και η γυναίκα του Λαμπρινή τα κατάφεραν. Ανέστησαν το παλιό καφενείο και το μετέτρεψαν σε «καφεπαντοπωλείο – οβελιστήριο – ενοικιαζόμενα δωμάτια», στην ουσία στην ψυχή όλου του χωριού. Ο ξενώνας του είναι μικρός, οικογενειακός, με μεγάλα, φωτεινά δωμάτια. Η διακόσμηση των χώρων είναι παραδοσιακή, με όμορφα έντονα χρώματα στα χαλιά, μαξιλάρια με κεντήματα και διακοσμητικά λαϊκής τέχνης στους τοίχους. Τα τζάκια στο καθιστικό και στα δωμάτια είναι πάντα αναμμένα τις κρύες ημέρες, χαρίζοντας στο χώρο ζεστασιά και θαλπωρή. Ο ξενώνας του Ναπολέοντα δεν κρίνεται, όμως μόνο από την αισθητική των χώρων, αλλά από την φιλοξενία του οικοδεσπότη, το εξαιρετικής ποιότητας φαγητό που σερβίρει στο μικρό μαγαζάκι του, τις μοναδικές μουσικές βραδιές, που οργανώνονται πολλές φορές αυθόρμητα εκεί. Από το γεγονός ότι ο Ναπολέων είναι πάντα πρόθυμος να διηγηθεί ιστορίες, να προτείνει διαδρομές, να εξυπηρετήσεις τους επισκέπτες. Κυρίως όμως, από το γεγονός ότι μέσα από την προσπάθεια δύο μόνο ανθρώπων, ένα ολόκληρο χωριό ξαναγεννήθηκε, ζωντάνεψε από τις φωνές των επισκεπτών, τη μουσική και τα τραγούδια, τα γλέντια. Αυτός και μόνο ο λόγος αρκεί για να επισκεφθεί κάποιος τους Καλαρρύτες και να γνωρίσει από κοντά την τόσο αξιέπαινη προσπάθεια του Ναπολέοντα και της γυναίκας του Λαμπρινής.



Τηλέφωνο: 2659061518, 6972265961

ΧΟΡΕΥΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΚΑΛΑΡΡΥΤΩΝ "Η ΠΙΝΔΟΣ"


Το 1971 ιδρύθηκε ο Λαογραφίκος χορευτίκος όμιλος Καλαρρύτες. Ο Όμιλος δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με μουσικοχορευτικές παραστάσεις και συμμετοχές του χορευτικού τμήματος σε μεγάλα διεθνή φολκλορικά φεστιβάλ. Στις δραστηριότητές του συμπεριλαμβάνονται αναπαραστάσεις παραδοσιακών εθίμων και δραστηριοτήτων του χωριού, καθώς και η διοργάνωση εκδηλώσεων που αναδεικνύουν την ιστορία, τη λαογραφία και τον πολιτισμό της περιοχής των Καλαρρυτών. Για τους ίδιους λόγους, αλλά και για την ενημέρωση των απανταχού Καλαρρυτινών, εκδίδουμε από το 1985 την τριμηνιαία πολιτιστική εφημερίδα «Καλαρρυτιώτικα Νέα».
Ο Σύνδεσμος έχει επίσης ιδρύσει το Πνευματικό Κέντρο Καλαρρυτών, το κτήριο του οποίου διαθέτει μεγάλη αίθουσα πολλαπλών δραστηριοτήτων. Εκεί λαμβάνουν χώρα οι πρόβες του χορευτικού ομίλου, ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, καθώς και οι συνεδριάσεις του Συνδέσμου. Η πλούσια βιβλιοθήκη, το ανεκτίμητο φωτογραφικό αρχείο και η ιματιοθήκη παραδοσιακών στολών από τους Καλαρρύτες και όλη την Ελλάδα φιλοξενούνται στο κληροδότημα Δημητρίου και Χαρίκλειας Κωσταδήμα, στο κέντρο των Ιωαννίνων, όπου στεγάζονται και τα κεντρικά γραφεία του Συνδέσμου.


Ο Σύνδεσμος διαθέτει εκτεταμένη συλλογή από κοσμήματα, στολές, υφαντά, εργαλεία, οικιακά σκεύη, παλαιές φωτογραφίες και άλλα δείγματα της Καλαρρυτιώτικης αργυροχρυσοχοΐας, υφαντικής και της καθημερινής ζωής. Στα μελλοντικά μας σχέδια περιλαμβάνεται η ίδρυση Λαογραφικού Μουσείου στο οποίο θα εκτίθεται όλο αυτό το υλικό με τρόπο που να το καθιστά προσιτό στο ευρύ κοινό.

ΙΣΤΟΡΙΑ






Από την αρχαιότητα ως τον 20ο αιώνα
Αρχαιολογικά κατάλοιπα
Οι δίοδοι επικοινωνίας με τη Θεσσαλία ήταν και η αιτία που τούτος ο τόπος κατοικήθηκε από τους αρχαίους χρόνους ως σήμερα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι, από την εποχή του χαλκού, κάτοικοι βρέθηκαν σε αυτή την περιοχή. Στην αρχαιολογική θέση ΑΒΑΤΟΣ, που βρίσκεται Β.Α. των Καλαρρυτών στην απόκρημνη πλαγιά από την πλευρά του ποταμού Καρλίμπου, παραπόταμου του Καλαρρύτικου, έχουν βρεθεί λείψανα τείχους αρχαίας μικρής πόλης. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για την αρχαία πόλη της Αθαμανίας Άκανθα/ος. Διακρίνονται επίσης μια πύλη και πύργος. Κατ' άλλους πρόκειται για φυλάκιο ελέγχου της διάβασης.
Έξω από το τείχος διατηρείται θεμέλιο ορθογώνιου κτιρίου με διαστάσεις 13,5 x 11 μ. με μεσοτοιχία και συλημένο (από τις αρχές του 20ου αιώνα) νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους, γεγονός που δείχνει μόνιμη εγκατάσταση ανθρώπων με οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες. Στο ψηλότερο σημείο του Άβατου σώζεται μικρή ωοειδής δεξαμενή. Το 1917 βρέθηκε χάλκινο άγαλμα βοός, στο δε αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων παραδόθηκε χέρι χάλκινου ειδωλίου.
Η απόσταση από την κοινότητα είναι περίπου 1 ώρα βάδην. Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι οργανωμένος και η πρόσβαση είναι δύσκολη, αν δεν διαθέτει κανείς υπομονή και επιμονή για τον εντοπισμό των αρχαιολογικών κατάλοιπων.
Χρονολόγιο
10ος – 12ος αι.
Ημινομαδική εγκατάσταση βλαχόφωνου ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή των Καλαρρυτών.
13ος – 14ος αι.
Μόνιμες εγκαταστάσεις Βλάχων κατοίκων στην κοινότητα.
1430
Υποταγή της πόλης των Ιωαννίνων στους Οθωμανούς.
1478
Ειρηνική συνθηκολόγηση των Καλαρρυτών με τους Οθωμανούς – Υπαγωγή στη Βαλιδέ Σουλτάνα – Διοικητικά και οικονομικά προνόμια.
1480
Ανέγερση Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου στους Καλαρρύτες.
1700 - 1750
Η τέχνη της αργυροχοΐας στην κοινότητα.
1760
Εγκατάσταση Καλαρρυτινών εμπόρων στα Ιωάννινα και σε πόλεις της Ιταλίας.
1788
Διορισμός του Αλή πασά ως διοικητή των Ιωαννίνων.
1821, 10 Ιουλίου
Επανάσταση Καλαρρυτών. Καταστροφή και ερήμωση του οικισμού.
1822, 1826
Οθωμανικές διαταγές (μπουγιουρντί) για επιστροφή των κατοίκων.
1828
Μερική επιστροφή των κατοίκων – λειτουργία σχολείου.
1854
Επανάσταση Ηπείρου - Θεσσαλίας
1881
Απελευθέρωση νομού Άρτας – Καλαρρυτών. Προσάρτηση στην ελεύθερη Ελλάδα.
1882 - 1913
Δήμος Καλαρρυτών. Διοικητικό κέντρο (σχολείο, ειρηνοδικείο, τελωνείο, αστυνομικό τμήμα) – Οικοδόμηση νέων οικιών.
1906
Σύσταση Ηπειρωτικής Εταιρίας – Καλαρρύτες – Πρόεδρος 30ου τμήματος ο Γεώργιος Ζάγκλης ή Σταμάτης.
1913
Απελευθέρωση των Ιωάννινα από τους Τούρκους.
1925
Κοινότητα με τον οικισμό Κηπίνας. Προσάρτηση των Καλαρρυτών στο νομό Ιωαννίνων.
1914 - 1935
Μετανάστευση και αστυφιλία. Ερήμωση της κοινότητας.
1940 - 1950
Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Αντίσταση – Εμφύλιος. Πύκνωση πληθυσμού. Καταστροφές και πυρπολήσεις στον οικισμό από τους Γερμανούς κατακτητές.
1950 - 1960
Αστυφιλία και ετανάστευση των κατοίκων χωρίς αναστροφή. Εγκατάσταση κατοίκων σε αστικά κέντρα (Ιωάννινα, Λάρισα, Άρτα, Αθήνα).
1975
Ανακήρυξη του οικισμού ως διατηρητέου.
Ιστορική αναδρομή (Βυζάντιο - Τουρκοκρατία)
Δύο είναι οι λόγοι μόνιμης εγκατάστασης των ελληνόφωνων Βλάχων στα ορεινά της Πίνδου. Πρώτον, τα περάσματα, δηλαδή οι δίοδοι επικοινωνίας μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου (Άρτας, Ιωαννίνων) αλλά και Ακαρνανία. Κατά συνέπεια και οι οχυρές θέσεις του τόπου, ανάμεσα στις οποίες και οι Καλαρρύτες αλλά και άλλες βλαχόφωνες κοινότητες, που ελέγχουν τις χαράδρες των παραποτάμων του Άραχθου. Δεύτερον, τα εκτεταμένα βοσκοτόπια για την ενασχόλησή τους με την κτηνοτροφία. Μετά την πρώτη ημιμόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στους Καλαρρύτες ο πληθυσμός αυξάνεται με βλαχόφωνους που καταφεύγουν εκεί για να διασωθούν από την τουρκική καταδίωξη, από πολλές περιοχές της Ηπείρου και από τη Θεσσαλία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη Βυζαντινή οικονομική διάρθρωση, από τον 12ο και 13ο αιώνα. (Δείγμα μόνιμης εγκατάστασης κατοίκων στο χώρο είναι και η ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου, το 1480).
Ως τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204 – 1430) αλλά και αργότερα, παρά την υποταγή των Ιωαννίνων στους Τούρκους το 1430, οι Καλαρρύτες θα παραμείνουν ως ανεξάρτητος πυρήνας μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως το 1478. Δύο ήταν οι λόγοι που προτίμησαν την ειρηνική συνθηκολόγηση, αφενός η ανάγκη μετακίνησης, λόγω της νομαδικής ζωής, σε νοτιότερα μέρη και αφετέρου η στρατηγική θέση των δύο οικισμών, Καλαρρυτών και Συρράκου, γεγονός που επέβαλλε ενιαία μεταχείριση εκ μέρους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αφού τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας (βασιλομήτορος) τους χορηγούνταν προνόμια, όπως αυτοδιοίκηση και ετήσια μερική φοροαπαλλαγή. Η προνομιακή αυτή μεταχείριση περιορίζει ως ένα βαθμό τις αυθαιρεσίες της Οθωμανικής διοίκησης, που ασκεί μόνο επίβλεψη μέσω του Τούρκου αξιωματούχου της περιοχής, του σούμπαση.
Όμως λέγεται ότι δεν αποφεύγουν το 1560 το παιδομάζωμα. Τότε παίρνουν από το χωριό μερικά παιδιά, τα οποία όταν μεγάλωσαν επιστρέφουν στο χωριό ως σπαχήδες, όπου δημιουργούν ποικίλα ζητήματα απαιτώντας να παντρευτούν Καλαρρυτινές. Οι Καλαρρύτες προσφεύγουν στη Βαλιδέ Σουλτάνα και με διαταγή της οι σπαχήδες φεύγουν από το χωριό και εγκαθίστανται, μετά από περιπλανήσεις, στη Βέλτιστα Τρικάλων, κατ’ άλλους δε στα Τρίκαλα, Καρδίτσα και Καστανιά, όπου αποκαλούνται Βλαχότουρκοι.
18ος – 19ος αιώνας
Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη από τα μέσα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα (1750 - 1821). Τα προνόμια εξασφαλίζουν στους κατοίκους ποιότητα ζωής και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων και εμπορικών συναλλαγών, που συμβάλλουν στην πύκνωση του πληθυσμού, με την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές.
( Η ανάπτυξη του εμπορίου έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τον W. Leak, την εγκατάλειψη της καλλιέργειας της γης και την εισαγωγή ειδών διατροφής από την Άρτα, τα Τρίκαλα και τα Ιωάννινα. Οι εισαγωγές διατροφικών ειδών αποτελούν ένδειξη αναβάθμισης της οικονομίας της κοινότητας.)
Οι Καλαρρυτινοί επιδίδονται στην επεξεργασία των πρώτων υλών που προέρχονται από την κτηνοτροφία και ασχολούνται με την εριουργία, η οποία με τον καιρό αναπτύσσεται σε σημαντική βιοτεχνική παραγωγή μάλλινων ειδών. Μεταξύ αυτών είναι και το μάλλινο ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται οι γνωστές κάπες, ποιμενικές και ναυτικές, οι οποίες αποτελούν ένα εμπορικό είδος που γίνεται ευρύτατα εξαγώγιμο, όταν ανοίγει η αγορά για τους ναυτικούς και χρησιμοποιούνται σε όλη τη μεσόγειο (Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία, Γαλλία). Με τις μετακινήσεις των ποιμένων, εκτός από τον ποιμενισμό των ζώων, γίνεται πώληση και ανταλλαγή κτηνοτροφικών προϊόντων στη Θεσσαλία και την Ήπειρο μέχρι την Αιτωλοακαρνανία.
Παράλληλα η γνώση του ορεινού τόπου και των χερσαίων οδικών δικτύων θα στρέψει ορισμένους κατοίκους να οργανώσουν συστήματα μεταφορών με τους κυρατζήδες, τα γνωστά καραβάνια, τα οποία εξυπηρετούν και συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη του εμπορίου.
Στους Καλαρρύτες, εκτός από τους κτηνοτρόφους, συναντούμε και πολλούς πραματευτάδες – εμπόρους, οι οποίοι επιδίδονται κατ’ αρχάς στο εμπόριο ακατέργαστων δερμάτων και ήδη από τον 18ο αιώνα βιοτεχνικά προϊόντα τους όπως μάλλινα υφάσματα, εξάγονται στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Στο τέλος τους 18ου αιώνα οργανώνεται ένα πολύ καλό εμπορικό δίκτυο για τα προϊόντα στις Ευρωπαϊκές αγορές, που διακινούν κυρίως Καλαρρυτινοί έμποροι. Στην Ιταλία ανοίγουν πολλοί εμπορικοί οίκοι : ο Γεώργιος Δουρούτης στην Αγκώνα και τη Νάπολη, ο αδελφός του Χρ. Δουρούτης στην Τεργέστη, οι αφοί Σταματάκη, οι αφοί Μπαχώμη και ο Κ. Παράσχος στο Λιβόρνο, οι αφοί Τούρτουρο στη Βενετία, η οικογένεια Σγούρου στο Λιβόρνο και στην Ισπανία, οι αφοί Λάμπρου στη Νάπολη.
Εκτός από το εξωτερικό οι περισσότεροι έχουν και εμπορικά καταστήματα στ Γιάννινα, όπου προοδεύουν τόσο ώστε οι Γιαννιώτες έμποροι να διαμαρτύρονται, γιατί το εμπόριο πέρασε στα χέρια των Καλαρρυτινών. Οι φτωχότερες οικονομικά τάξεις ασχολούνται με τη ραπτική. Οι περίφημοι τερζήδες, εφάμιλλοι των γιαννιωτών, κεντούν τις χρυσοποίκιλτες στολές της εποχής για Έλληνες και Τουρκαλβανούς και κατέχουν περιφανή θέση σε αυτό το επάγγελμα. Παράλληλα ασχολούνται με τη ραπτική της κάπας και μένουν γνωστοί ως καποραφτάδες.
Ένα τμήμα του πληθυσμού, που επίσης δεν έχει οικονομικά κεφάλαια για να ασχοληθεί με το εμπόριο, ασχολείται με την ασημουργία. Οι Καλαρρύτες γίνονται ένα από τα σπουδαία κέντρα κατασκευής προϊόντων αργυροχοΐας. Στα εργαστήρια των Καλαρρυτών κατασκευάζονται τα περιφημότερα ασημουργικά εκκλησιαστικά και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Πολλοί από αυτούς, που αποκαλούνται συνήθως χρυσικοί, γίνονται και πλανόδιοι τεχνίτες και έτσι εξαπλώνουν την τέχνη τους στη Βαλκανική, Μικρά Ασία, Αίγυπτο, Ιταλία και Αυστρία.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η τέχνη του ασημιού απλώνεται σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στα Επτάνησα και την Ιταλία, αφού πολλοί τεχνίτες εγκαθίστανται σ’ αυτά τα μέρη πριν και μετά το 1821. Οικογένειες αργυροχόων όπως του Τσιμούρη στα Ιωάννινα και στους Καλαρρύτες, Μπάφα στη Ζάκυνθο, Παπαγεωργίου και Παπαμόσχου στην Κέρκυρα, Νέσση (Nessi) και Βούλγαρη (Bulgari) στην Ιταλία είναι μερικές από τις πιο γνωστές ως σήμερα.
Η οικονομική ανάπτυξη είναι και η αιτία της διαμόρφωσης μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης με σαφή κοινωνικά και οικονομικά όρια, η οποία παράλληλα έχει εφαρμογή στα ήθη και έθιμα. Η οικονομική ευμάρεια του τόπου προάγει την πληθυσμιακή πύκνωση. Σύμφωνα με απογραφή του 1820, οι μόνιμοι κάτοικοι των Καλαρρυτών ανέρχονται στους 3.000, αριθμός σημαντικός αν σκεφτεί κανείς την ερήμωση που υφίστανται άλλες κοινότητες εκείνη την εποχή.
Η οικονομική, πολιτιστική και οικιστική ανάπτυξη της κοινότητας συμβαδίζει με την πνευματική. Ο απόηχος του ελληνικού διαφωτισμού φθάνει μέχρι εδώ. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, στο πλαίσιο των περιοδιών του (1770-1779) επισκέπτεται δυο φορές τους Καλαρρύτες. Στους λόγους του επιμένει για σύσταση σχολείων και την εδραίωση της ελληνικής γλώσσας ανάμεσα στους βλαχόφωνους Έλληνες της περιοχής. Οι λόγοι του έχουν μεγάλη απήχηση και οι κάτοικοι διαθέτουν χρήματα αλλά και προσωπικά χρυσαφικά για την ίδρυση σχολείων στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο.
Σχολείο λειτουργεί στους Καλαρρύτες και μνημονεύεται από το 1758. Το σχολείο κλείνει το 1821 και ανοίγει πάλι το 1828, με την επιστροφή των κατοίκων στην κοινότητα. Εκεί δίδαξαν ο Αναστάσιος Μπεκιάρης (1805-1812) και ο Καλαρρυτινός πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Σγούρος (1790), ο οποίος διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα από τον Κοσμά Μπαλάνο στα Ιωάννινα και έγινε σχολάρχης στη σχολή των Καλαρρυτών. Υπέστη μαρτυρικό θάνατο το 1821 κατά την επανάσταση των Καλαρρυτών, αφού παραδόθηκε αυθόρμητα ως όμηρος, στην τουρκική φρουρά.
Από τους Καλαρρύτες κατάγεται και ο Χριστ. Γκιούρτης, λόγιος του τέλους του 18ου αιώνα, που δίδαξε σε πολλές σχολές και κυρίως στο Γαλαξίδι.
Οι στενές σχέσεις του Αλή πασά με την κοινότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ιστορίας της. Ο Αλής διατηρεί στενότατους δεσμούς με τους προεστούς των Καλαρρυτών και ανοίγει τον πρώτο δρόμο από τα Ιωάννινα προς το χωριό, όπου και παραθέριζε. Στενός συνεργάτης του Αλή είναι ένας σημαντικός άνδρας, συνετός και φιλόπατρις, ο Καλαρρυτινός Γεώργιος Τουρτούρης, έμπορος στο επάγγελμα και μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Ο Τουρτούρης διακρίθηκε ως συνεργάτης του Αλή αφού ο ίδιος τον έστειλε ως αντιπρόσωπό του στις βρετανικές αρχές στη Μάλτα, ζητώντας να συμπράξουν οι Άγγλοι στην κατάληψη της Αυλώνας. Επίσης στάλθηκε στις γαλλικές αρχές στην Κέρκυρα, για να διαπραγματευθεί την παράδοση της Πάργας.
Οι περιηγητές W. Leak και F. Pouqueville, οι οποίοι επισκέφθηκαν την κοινότητα στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτύπωσαν στα περιηγητικά τους κείμενα την ευνομία, τον πολιτισμό, τις ωραίες οικοδομές, την ακμή του εμπορίου, τους μορφωμένους ανθρώπους, που μιλούσαν ξένες γλώσσες και γνώριζαν τις τιμές των χρηματιστηρίων των μεγάλων Ευρωπαϊκών πόλεων, καθώς και την ύπαρξη βιβλιοθηκών με αρχαία συγγράμματα και βιβλία στην Γαλλική και Ιταλική γλώσσα. Ο πρώτος αναφέρει μάλιστα ότι οι Καλαρρύτες διέθεταν για τις ανάγκες των κατοίκων μόνιμο ιατρό (Κερκυραίο). Ελάχιστες κοινότητες διέθεταν δικό τους γιατρό, ένδειξη του πολιτισμικού επιπέδου της κοινότητας την εποχή εκείνη.
Όλες οι παραπάνω δημιουργικές ενασχολήσεις των κατοίκων, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Καλαρρύτες από τα μέσα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα παράγουν πολιτισμό, γεγονός που έχει κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό αντίκτυπο στην περιοχή αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό συνέβη σε ελάχιστες κωμοπόλεις και πόλεις κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Η πολιτιστική και οικονομική ανέλιξη της κοινότητας είναι αποτέλεσμα και των προνομίων που δόθηκαν από τους Οθωμανούς, τα οποία διατηρούνται μέχρι το 1803, τότε που ο Αλή πασάς υποτάσσει το Σούλι και καταργεί τα προνόμια όλων των όμορων βλαχόφωνων κοινοτήτων.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1806) αναζωπυρώνει τα επαναστατικά κινήματα που έχουν σχέση και με την περιοχή των Καλαρρυτών, αφού οι Βλαχάβας, Δεληγιάννη και Στουρνάρης καταλαμβάνουν τα περάσματα του Μετσόβου και των Καλαρρυτών (1807) για να εμποδίσουν την επικοινωνία Ηπείρου – Θεσσαλίας. Εν τούτοις εξέγερση δεν γίνεται και ο Αλή πασάς ενισχύει τη θέση του. Η αρχή του τέλους της οικονομική και εμπορικής ευρωστίας της κοινότητας είναι η επανάσταση, μαζί με την γειτονική κοινότητα του Συρράκου, κατά των Τούρκων στις αρχές Ιουλίου του 1821.
Μετά την πρώτη πολιορκία του Αλή στα Γιάννενα (1821), είχαν καταφύγει στους Καλαρρύτες πολλοί ευκατάστατοι Γιαννιώτες (χριστιανοί, εβραίοι αλλά και Οθωμανοί) με αξιόλογη κινητή περιουσία. Η παρουσία 500 Αλβανών υπό τον Ιμπραήμ Πρεμέτη, που είχε σκοπό να μείνει ανοικτή η επικοινωνία μεταξύ των σουλτανικών στρατοπέδων των Ιωαννίνων και της Θεσσαλίας, δεν εμποδίζει την κήρυξη της επανάστασης. Αρχηγός της επανάστασης στους Καλαρρύτες είναι ο Γεώργιος Τουρτούρης. Οι Αλβανοί συλλαμβάνουν προκρίτους ως ομήρους και οχυρώνονται σε σπίτια, αναμένοντας ενισχύσεις από τον Χουρσίτ. Αυτός στέλνει δύναμη για την καταστολή, με επικεφαλής τον Χαμζά μπέη, που ενώνεται με τους άνδρες του Πρεμέτη. Οι κάτοικοι, όταν αντιλαμβάνονται ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη, παίρνουν μαζί τους ότι πολύτιμο μπορούν να μεταφέρουν και απομακρύνονται από το χωριό. Η εγκατάλειψη των περιουσιών συντείνει πολύ στη διάσωση των φυγάδων. Οι Οθωμανοί και οι Αλβανοί εκθεμελιώνουν το χωριό, λαφυραγωγούν και πυρπολούν τα πάντα, αλλά συγχρόνως δίνουν και ικανό χρόνο σ’ αυτούς που φεύγουν. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του αναφέρει : «και χάλασαν τους Έλληνες και αφανίστηκαν οι δυστυχείς Καλαρρυτιώτες, οπόταν οι πλέον πλούσιοι σ’ εκείνα τα μέρη κι έμειναν διακονιαραίοι. Αφανίστηκαν αυτείνοι και ο τόπος τους ερήμαξε.» Και ο Παπαρρηγόπουλος συμπληρώνει «... και εις τέφραν μετεβλήθησαν.».
Οι προνομιούχοι κάτοικοι θα μετατραπούν σε πρόσφυγες και θα καταφύγουν σε παραπλήσια μέρη όπως στη Ζάκυνθο, όπου στα τέλη του 18ου αιώνα είχαν ήδη μεταναστεύσει αρκετοί από αυτούς. Άλλοι θα καταφύγουν στο Μεσολόγγι όπου θα συμμετάσχουν στην έξοδο του Μεσολογγίου, στην Αιτωλοακαρνανία, μέχρι την Αθήνα και τη Χαλκίδα. Στην Παραμυθιά καταφεύγει η οικογένεια Βούλγαρη, στην Κέρκυρα οι οικογένειες Παπαγεωργίου, Παπαμόσχου και Λάμπρου. Μερικοί πρόσφυγες, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, φθάνουν στην Αγκώνα, όπου η εκεί Ελληνική παροικία θα τους προσφέρει από το κοινό της ταμείο οικονομική βοήθεια και περίθαλψη.
Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν πρωτοφανή ερήμωση, αφού στις παραμονές του 1821 αριθμούσαν περίπου 500 οικογένειες και στην απογραφή του 1831 παρουσιάζονται μόνο 26 από αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες είναι φτωχές και χειροβίωτες. Οι δύο διαταγές (μπουγιουρντί) που εκδόθηκαν το 1822 και το 1826 (σώζονται στο αρχείο της κοινότητας) για αμνηστία και ασφαλή επιστροφή των κατοίκων, δεν στάθηκαν ικανές να αποτινάξουν τον φόβο. Ο μικρός αριθμός των οικογενειών που επανακάμπτει κάνει μια νέα αρχή. Η ανασυγκρότηση γίνεται με δυσκολία και αργούς ρυθμούς. Ωστόσο το 1828 έχουμε την έναρξη λειτουργίας σχολείου.
Τόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή του χωριού ώστε οι κάτοικοι να είναι επιφυλακτικοί σε κάθε νέα συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα, φοβούμενοι τα τουρκικά αντίποινα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν λαμβάνουν μέρος στην επανάσταση Ηπείρου – Θεσσαλίας το 1854. Εξάλλου συμμορίες Τουρκαλβανών, πριν και μετά την επανάσταση του 1854, λεηλατούν με κάθε μέσο τους χωρικούς όλης της Ηπείρου. Ο φόβος και η ανασφάλεια που επικρατούν κάνουν εξίσου δύσκολη την επιστροφή των εμπόρων και πολλοί είναι οι πρόσφυγες που δεν επιστρέφουν και εγκαθίστανται μόνιμα στα μέρη που τους υποδέχθηκαν.
Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα η βιοτεχνική δραστηριότητα ακολουθεί πτωτική πορεία με μειωμένη παραγωγή σε ότι έχει σχέση με κατεργασία χρυσού και αργύρου, της κεντητικής και υφαντικής μάλλινων ειδών, αφενός μεν γιατί άλλα εμπορικά κέντρα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και αφετέρου γιατί τα προϊόντα τους αποκλείονται από τις αγορές της νότιας Ελλάδας. Μια τρίτη παράμετρος είναι η χάραξη νέων οδικών αξόνων του διεθνούς εμπορίου, με αποτέλεσμα την ανατροπή των παραδοσιακών κέντρων πρωτοβιομηχανικής παραγωγής.
Τα βοσκοτόπια, η μόνιμη και διαχρονική αξία του τόπου είναι η αιτία που οι κτηνοτρόφοι οδηγούνται και πάλι στην ορεινή κοινότητά τους. Συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους ανάμεσα στα θερινά και χειμερινά βοσκοτόπια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και ζουν από την πώληση των γαλακτοκομικών προϊόντων, των δερμάτων, του μαλλιού και του κρέατος των ζώων. Πολλοί βρίσκουν εργασία στον τόπο της εποχικής μετανάστευσης και μένουν μόνιμα εκεί, αφού η περίοδος της οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξης των Καλαρρυτών έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Κάποιοι διαμένουν, σπουδάζουν ή εργάζονται στα αστικά κέντρα, όπως τα Ιωάννινα, όπου ορισμένοι ασκούν το επάγγελμα του αργυροχόου.
Στην κοινότητα επικρατεί η κτηνοτροφική οικονομία αντί της εμποροβιοτεχνικής του 18ου αιώνα. Η γεωργία αποτελεί συμπληρωματική απασχόληση για πολλούς κατοίκους. Από το 1870 και έπειτα διαπιστώνεται οικιστική ανάκαμψη, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανόδου αλλά και της εξοικονόμησης χρημάτων στους τόπους μετανάστευσης. Αρκετοί Καλαρρυτινοί επιστρέφουν και ανοικοδομούν τα παλιά τους σπίτια. Πολλά από τα σημερινά σπίτια, έχουν κτιστεί την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα. Μετά την προσάρτηση του νομού Άρτας στην ελεύθερη Ελλάδα, με τα σύνορα του Ελληνικού κράτους να φτάνουν ως τον Καλαρρύτικο ποταμό, ελευθερώνονται οι Καλαρρύτες το 1881. Στα πλαίσια της οργάνωσης του ελεύθερου κράτους, η κοινότητα μαζί με το Ματσούκι γίνεται ένας από τους τέσσερις δήμους της επαρχίας Τζουμέρκων, με πληθυσμό 1843 άτομα σύμφωνα με την απογραφή του 1881.
Το ίδιο έτος επισκέπτεται τους Καλαρρύτες ο τότε βασιλιάς Γεώργιος ο Α', ο οποίος παραμένει τρεις ημέρες και καταλύει στο σπίτι του Γ. Δουρούτη ή κατ' άλλους στο σπίτι του Ζάγκλη, στο κέντρο του χωριού.
Οι Καλαρρύτες γίνονται διοικητικό κέντρο με ειρηνοδικείο Α’ τάξης, αστυνομικό σταθμό, υποτελωνείο (1882/3) και ταχυδρομική επιστασία, με πρώτο επιστάτη τον Ιωσήφ Μοναστηριώτη. Οι πρώτοι γιατροί της κοινότητας είναι ο Γεώργιος Ζάγκλης και ο Σπυρίδων Βενούκας. Πρώτος δήμαρχος εκλέγεται ο Αθανάσιος Μπισδούνης στις εκλογές του 1883. ιδρύεται επίσης Ελληνικό σχολείο με πρώτο σχολάρχη τον Ε. Παπαχατζή, καθώς και δημοτικό.
20ος αιώνας
Οι Καλαρρύτες, καθώς βρίσκονται στην οροθετική γραμμή των συνόρων, γίνονται αποδέκτες των ιστορικών γεγονότων και συμμετέχουν στις εθνικές αναμετρήσεις. Συμμετέχουν ενεργά στην απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ηπείρου. Το 1906 ιδρύεται η Ηπειρωτική Εταιρία με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για την απρόσκοπτη διείσδυση του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Πρόεδρος του 30ου τμήματός της ορίζεται ο Γεώργιος Ζάγκλης ή Σταμάτης. Δύο από τους οδικούς άξονες ανεφοδιασμού του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ξεκινούν από τους Καλαρρύτες, μέσω του χωριού Κράψη και μέσω της Κηπίνας αντίστοιχα.
Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου (1913) επέρχεται η διοικητική προσάρτηση των Καλαρρυτών στο νομό Ιωαννίνων (1925) ως κοινότητα Καλαρρυτών, μαζί με τον οικισμό Αρμπορέσι ή Μιστράς (σήμερα Κηπίνα). Το 1930, με απόφαση της Ελληνικής Πολιτείας γιορτάζονται στους Καλαρρύτες με λαμπρότητα και κάθε επισημότητα τα εκατό χρόνια (εκατονταετηρίδα) από την επανάσταση του 1821.
Τον πόλεμο του 1940-41 και την γερμανική κατοχή πληρώνουν με πολλές ανθρώπινες απώλειες, με οικονομικές και οικιστικές καταστροφές, όπως άλλωστε όλα τα χωριά της περιοχής. Οι κατακτητές πυρπολούν και βομβαρδίζουν σπίτια. Τότε πυρπολήθηκε και η εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Στην Αντίσταση και τον εμφύλιο που διεξάγονται στα χωριά των Τζουμέρκων οι Καλαρρύτες συμμετέχουν ενεργά και γίνονται αποδέκτες των συνεπειών τους. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την πρόσκαιρη αύξηση του πληθυσμού, αφού πολλοί είναι εκείνοι που από τα αστικά κέντρα καταφεύγουν εκεί, για να αποφύγουν τις συνέπειες του πολέμου και της κατοχής.
Ωστόσο η συγκυριακή αύξηση του πληθυσμού δεν θα έχει συνέχεια. Στη δύσκολη μεταβατική δεκαετία 1950-60 οι ελάχιστοι οικονομικοί πόροι δεν επιτρέπουν την επιβίωση των κατοίκων στην ορεινή περιοχή τους. Το δεύτερο κύμα αστυφιλίας και μετανάστευσης είναι αναπόφευκτο και αφήνει την κοινότητα με ελάχιστους κατοίκους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Ο Καλαρρυτινοί σκορπίζουν και πάλι, κυρίως στα Ιωάννινα, την Πρέβεζα, σε πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας, την Άρτα και τα πεδινά χωριά της, μέχρι τα χωριά του Ξηρόμερου στην Αιτωλοακαρνανία και την Αθήνα. Το σχολείο, μη έχοντας μαθητές κλείνει οριστικά το 1981.
Στις μέρες μα οι Καλαρρύτες κουβαλούν ένα έντονο άρωμα του χθες, καθώς είναι μια ιστορική διατηρητέα κοινότητα που ακτινοβολεί από τη φυσική της ομορφιά και έχει γίνει πόλος έλξης πολλών Ελλήνων και ξένων επισκεπτών, όσων βέβαια επιθυμούν να γνωρίσουν την κοινότητα και την άξια λόγου ιστορία της.

ΚΑΛΑΡΡΥΤΕΣ




Οι Καλαρρύτες βρίσκονται στις δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο, σε υψόμετρο 1200 μ. Εντάσσονται γεωγραφικά στην περιοχή των Τζουμέρκων. Το κύριο στοιχείο της περιοχής είναι οι ορεινοί όγκοι που περιβάλλουν την κοινότητα, δηλαδή του Περιστερίου (Λάκμος) 2285 μ. και των Τζουμέρκων (Αθαμανικά όρη) 2429 μ. Οι Καλαρρύτες είναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο, σε υψόμετρο 1200 μ. Απέναντι, στα νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η πλαγιά που ονομάζεται Πουλιάνα. Αν το βλέμμα στραφεί προς τα νότια, θα δει τα βουνά των Τζουμέρκων μέχρι το χωριό Πράμαντα. Η τοποθεσία βόρεια και πάνω από την κοινότητα ονομάζεται Μπάρος (2285 μ.). Είναι η περιοχή με τα οροπέδια και τα ορεινά βοσκοτόπια που ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο. Στα βορειοδυτικά των Καλαρρυτών βρίσκεται το Συρράκο, που σε ευθεία γραμμή νομίζει κανείς ότι είναι πολύ κοντά, ενώ τους δύο οικισμούς χωρίζει η απόκρημνη χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού.